- τρίμερος
- -η, -ο1. τριήμερος (βλ. λ.).2. το ουδ. ως ουσ., τρίμερο, το νηστεία τριών ημερών από την Καθαρή Δευτέρα ως τον εσπερινό της Τετάρτης.3. πληθ., τρίμερα, τα μνημόσυνο την τρίτη ημέρα από το θάνατο κάποιου.4. ονομασία του φυτού κυκλάμινο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.